- ωθούμαι
- ωθούμαι, ωθήθηκα βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ὠθοῦμαι — ὠθέω thrust pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπνευματώ — ( όω) (Α ἐμπνευματῶ) 1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα 2. προκαλώ εμφύσημα αρχ. 1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα 2. παθ. γίνομαι ασθματικός 3. εμπνέομαι από τον θεό … Dictionary of Greek
επαπωθούμαι — ἐπαπωθοῡμαι, έομαι (Μ) [ωθούμαι] απωθώ, αποκρούω … Dictionary of Greek
ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… … Dictionary of Greek